- σμύχουσα
- σμύ̱χουσα , σμύχωburn in a slowpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σμύχω — Α 1. καίω κάτι σιγά σιγά, σιγοκαίω ή σιγοβράζω 2. συστέλλω («σμύχονται σάρκες», Αρετ.) 3. μτφ. (για τη θλίψη) βασανίζω κάποιον («κῆρ ἄχεϊ σμύχουσα», Απολλ. Ρόδ.) 4. παθ. σμύχομαι μτφ. λειώνω από τη φωτιά τού έρωτα ή από υποψία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ.… … Dictionary of Greek